νικοτίνη

νικοτίνη
Αλκαλοειδές που περιέχεται στα φύλλα του καπνού, σε ποσότητες από 0,6 έως 15%· από φαρμακολογική άποψη η σπουδαιότερη ενέργεια της ν. κατευθύνεται στο νευροφυτικό σύστημα, τα γάγγλια του οποίου αρχικά ερεθίζονται και ακολούθως παραλύουν. Αυξημένες δόσεις έχουν σε ορισμένες περιπτώσεις θεραπευτικό αποτέλεσμα. Η επίδραση της ν. στο πεπτικό σύστημα εκδηλώνεται με ερεθισμό της σιελώδους έκκρισης και της εντερικής κινητικότητας, που ακολουθείται ανάλογα με παύσεις και ατονία· στο καρδιοκυκλοφοριακό σύστημα προκαλεί μείωση της καρδιακής συχνότητας και της αρτηριακής πίεσης, η οποία ακολουθείται σύντομα από ταχυκαρδία και υπέρταση· προκαλεί επιπλέον καταπόνηση των περιφερειακών αγγείων και καρδιακές αρρυθμίες. Το αλκαλοειδές αυτό μπορεί να προκαλέσει οξείες δηλητηριάσεις, όταν ληφθεί ποσότητα εντομοκτόνου με βάση τη ν.· επιφέρει επίσης μια χρόνια δηλητηρίαση, όπως έχει διαπιστωθεί, κυρίως σ’ αυτούς που επεξεργάζονται τον καπνό, η οποία δεν πρέπει να συγχέεται με το νικοτινισμό των καπνιστών. Βλ. λ. καπνός.
* * *
η
χημ. οργανική ένωση, κύριο αλκαλοειδές τού καπνού, το οποίο περιέχεται σε όλα τα μέρη τού φυτού αυτού, αλλά κυρίως στα φύλλα του, και είναι ουσία πολύ τοξική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. nicotine, από το όνομα του Γάλλου πρεσβευτή στην Πορτογαλία J. Nicot, που εισήγαγε στη Γαλλία τον καπνό. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νικοτίνη — η (λ. γαλλ.), ουσία που περιέχεται στον καπνό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νικοτινίζω — [νικοτίνη] εμποτίζω με νικοτίνη, δηλητηριάζω με νικοτίνη …   Dictionary of Greek

  • νικοτινίαση — η ιατρ. το σύνολο τών συμπτωμάτων που προκαλούνται από το χρόνιο κάπνισμα και οφείλονται κατά το μεγαλύτερο μέρος στην περιεχόμενη νικοτίνη στον καπνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < νικοτίνη + ίαση*] …   Dictionary of Greek

  • νικοτινικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νικοτίνη 2. φρ. «νικοτινικό οξύ» (βιοχ.) υδατοδιαλυτή βιταμίνη τού συμπλέγματος Β, αλλ. νιασίνη, αντιπελλαγρική βιταμίνη ή βιταμίνη PP. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nicotinic (βλ.… …   Dictionary of Greek

  • Giorgos Mazonakis — (griechisch Γιώργος Μαζωνάκης, auch: George Mazonakis; * 4. März 1972 in Nikea, Griechenland) ist ein griechischer Sänger. Inhaltsverzeichnis 1 Biografie 2 Diskografie 3 …   Deutsch Wikipedia

  • Mazonakis — Giorgos Mazonakis (griechisch: Γιώργος Μαζωνάκης, auch George Mazonakis) (* 4. März 1972 in Nikaia, Griechenland) ist ein griechischer Sänger. Inhaltsverzeichnis 1 Biografie 2 Diskografie 3 Best Of s/Remixes …   Deutsch Wikipedia

  • Валтинос, Танасис — Танасис Валтинос греч. Θανάσης Βαλτινός Дата рождения: 1932 год(1932) Место рождения: с. Кастри, Севе …   Википедия

  • άμβλωση — Η διακοπή της εγκυμοσύνης, που συνίσταται στην αποβολή του εμβρύου πριν από την πάροδο 28 εβδομάδων, οπότε το έμβρυο είναι πλέον βιώσιμο. Η ά. μπορεί να γίνει αυτόματα ή να προκληθεί τεχνητά. Η αυτόματη ά. συμβαίνει χωρίς την επέμβαση της ίδιας… …   Dictionary of Greek

  • δηλητηρίαση — Παθολογική κατάσταση που προκαλείται από διαλυτές ουσίες, οι οποίες ονομάζονται δηλητήρια και δρουν χημικά στους οργανικούς ιστούς, αλλοιώνοντας τη δομή τους ή διαταράσσοντας τη λειτουργία τους. Η δ. διακρίνεται σε οξεία και σε χρόνια. Η οξεία… …   Dictionary of Greek

  • κάπνισμα — I Εισπνοή καπνού, προερχόμενου από καιόμενη ουσία (όπως τα φύλλα του ομώνυμου φυτού). Αποτελεί μία συνήθεια που προήλθε από τους γηγενείς της αμερικανικής ηπείρου. Ως τρόποι κ. αναφέρονται το τσιγάρο, η πίπα, το πούρο και –καταχρηστικά, επειδή η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”